- πυλαιογραφία
- η, Νιατρ. η ακτινολογική απεικόνιση τής πυλαίας φλέβας ύστερα από ένεση σκιαγραφικής ουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. portography (< portal «πυλαία» + -γραφία*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.